- έντριψη
- ἔντριψις, η (Α)εντριβή, επάλειψη με αλοιφή ή υγρό, μασάζαρχ.1. επάλειψη τού προσώπου με ψιμύθιο ή άλλο καλλυντικό2. η ουσία με την οποία αλείφεται ή τρίβεται κανείς, κυρίως το ψιμύθιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.